- ὀξυλαβής
- ὀξυλαβήςquick at seizingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυλαβής — ὀξυλαβής, ές (Α) (για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. μεσο λαβής] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυλάβεια — ὀξυλάβεια, ἡ (Μ) [οξυλαβής] η ταχύτητα στο να αρπάζει κανείς την ευκαιρία, στο να επιλαμβάνεται τής ευκαιρίας … Dictionary of Greek
οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
οξυλαβώ — ὀξυλαβῶ, έω (Α) [οξυλαβής] εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, ενεργώ γρήγορα, δραστήρια … Dictionary of Greek